ἱδρώς,-ῶτος

ἱδρώς,-ῶτος
+ N 3 1-0-0-0-2=3 Gn 3,19; 2 Mc 2,26; 4 Mc 7,8
sweat

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • έφιδρος — η, ο αυτός που έχει εφίδρωση, ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρώς, ώτος, σχηματισμένο κατά τα σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] …   Dictionary of Greek

  • ιδροσύνη — ἱδροσύνη, ἡ (Α) κόπος, μόχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. σύνη (πρβλ. γηθο σύνη, ζηλο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • ιδρωμάκτρα — η έλασμα από χάλυβα κατάλληλο για την αφαίρεση τού ιδρώτα τού ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + μάκτρον «πετσέτα»] …   Dictionary of Greek

  • ιδρωταδενίτιδα — η επιφανειακό απόστημα που αναπτύσσεται σε έναν αποκρινή ιδρωτοποιό αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hidradenitis < hidr (πρβλ. ιδρώς, ώτος) + adenitis (πρβλ. αδενίτις, ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώδης — ἱδρώδης, ῶδες (Α) αυτός που ιδρώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώεις — ἱδρώεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ιδρώτα 2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω (τού ιδρώς, ώτος) + εις (πρβλ. ευρώ εις)] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώσσω — ἱδρώσσω, αττ. τ. ἱδρώττω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. ώσσω / ώττω (πρβλ. τυφλ ώττω, υπν ώττω)] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτιον — ἱδρώτιον, τὸ (Α) ελαφρά εφίδρωση, λίγος ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δωμάτ ιον, κοράσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καψιδρώτιον — καψιδρώτιον, τὸ (Α) 1. μαντίλι, σουδάριον*. 2. είδος χιτωνίσκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω») + ἱδρώτιον «ελαφρά εφίδρωση» (< ἱδρώς, ῶτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”